- συνέπαιζε
- συμπαίζωplayimperf ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συννήχομαι — ΜΑ κολυμπώ μαζί με άλλον (α. «συνέπαιζε γὰρ αὐτῷ καὶ συνενήχετο καθ ἡμέραν», Πλούτ. β. «θαλάττιοι γεγόναμεν και συννηχόμεθα τῷ θηρίῳ», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + νήχομαι «κολυμπώ»] … Dictionary of Greek